15 Ιαν 2012

To Όριο ως το Ενδιάμεσο: Μέσα και Έξω, Ξένοι και Ξωτικά, Κίνδυνος και Δημιουργικότητα

Γιάννης Παπαδάκης

papada@ucy.ac.cy


Το όριο ορίζει, καθ-ορίζει και διαχ-ωρίζει το μέσα από το έξω, τον Εαυτό από τον Άλλο, εμάς από τους ξένους। Παλαιότερα όταν κυριαρχούσε η θρησκευτική θεώρηση του σύμπαντος, τα όρια ήταν χώρος κινδύνου। Το ίδιο ισχύει και σήμερα। Η απειλή όμως σε μια θεοκεντρική κοινωνία προερχόταν και από άλλα υπερφυσικά όντα που καραδοκούσαν απ’ έξω (ξωτικά), ενώ σήμερα στην κοσμική κοινωνία από απειλητικούς ξένους। Παλαιότερα η δύναμη της θρησκείας χρησιμοποιούνταν για να εξορκίσει τα κακά πνεύματα καθώς η κοινότητα καθ-οριζόταν στο χώρο (ως εν-ορία μιας εκκλησίας) με καθαγιασμούς των συνόρων της ως o χώρος ασφάλειας των πιστών. Παραδοσιακά έξω, και δη στα όρια, καραδοκούσαν οι δαιμονικές δυνάμεις: ο διάβολος (ή εξαποδώς, έξω από ’δω) ή τα ξωτικά. Ακόμα και σήμερα το όριο του ιδιωτικού χώρου, δηλαδή το ξωπόρτι του σπιτιού, κάποτε καθαγιάζεται με το σημείο του σταυρού από το κερί που μεταφέρει ο πιστός μετά τη λειτουργία της Ανάστασης. Παλαιότερα οριακοί χώροι, όπως γέφυρες, σταυροδρόμια και σπηλιές, θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι ως χώροι όπου καραδοκούσαν ξωτικά. Το ίδιο ίσχυε και για οριακούς χρόνους. Μεσημέρι, μεσάνυχτα ή τέλος του χρόνου ήταν περίοδοι κινδύνου και παρουσίας ξωτικών. Στην μεσαιωνική δυτική Ευρώπη τα μεσάνυχτα ήταν η ώρα που οι μάγισσες έβγαιναν σεργιάνι. Το ίδιο ισχύει ακόμα και για τις πιο βασικές κατηγοριοποιήσεις μιας κοινωνίας, όπως η διάκριση μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Τα ξωτικά, όπως και οι καλικάντζαροι, βρίσκονταν ακριβώς στο όριο αυτών των σημαντικών διακρίσεων αφού συνδύαζαν χαρακτηριστικά ανθρώπων και ζώων. Καθώς το όριο ορίζει, διαχ-ωρίζει και καθ-ορίζει, προσδίδει μορφή και υπόσταση. Η τεράστια σημασία του έγκειται στο ότι χωρίς αυτό δεν νοείται μορφή, οντότητα ή διακριτές κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις. Το ίδιο το όριο όμως είναι το ενδιάμεσο, αυτό που δεν ανήκει ούτε σε Εμάς ούτε στους Άλλους, ούτε στη μια πλευρά ούτε στην άλλη, ούτε στη μια κατηγορία ούτε στην άλλη. Αν το όριο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της κοινωνικής τάξης (διαχωρίζοντας Εμάς από Άλλους, διαχωρίζοντας το δικό μας χώρο από το δικό τους, και καθορίζοντας στο εσωτερικό τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις που η κάθε κοινωνία επιβάλλει και χρειάζεται), το ίδιο το όριο (ως ενδιάμεσο) αναιρεί και αμφισβητεί αυτούς τους διαχωρισμούς. Γι’ αυτό και ενώ ταυτόχρονα είναι το μέσο δημιουργίας κοινωνικής ευταξίας και οντολογικής ή φυσικής ασφάλειας, είναι και το ίδιο η πηγή της ανασφάλειας αφού αμφισβητεί τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις και δημιουργεί το φόβο του χάους. Ως ενδιάμεσο είναι πηγή άγχους, κινδύνου και φόβου αφού το ίδιο δεν ανήκει πουθενά. Αυτή η διττή του ιδιότητα του προσδίδει το χαρακτηριστικό του παράδοξου. Είναι αυτό που διαχωρίζει και που φέρνει σε επαφή, η πηγή της ασφάλειας αλλά και του φόβου. Για το πολιτικό σώμα, οι μετανάστες (αυτοί που δεν ανήκουν ακριβώς ούτε σε εμάς, ούτε στους άλλους, ή αυτοί που ανήκουν και στους δυο) είναι συχνά μια ομάδα που αντιμετωπίζεται με φόβο, και συχνά στιγματίζεται. Είναι το ξένο εντός, το διαφορετικό που απειλεί την «ομοιογένεια», πηγή μιαρότητας που μπορεί να απειλήσει την «εθνική καθαρότητα» (που συχνά προσλαμβάνεται με φυλετικούς όρους), ή πηγή αλλότριων αντιλήψεων και προτύπων που απειλούν να «μολύνουν» τα εντόπια ήθη και έθιμα. Συχνά στιγματίζονται ως επικίνδυνοι, ως δηλαδή η βασική πηγή εγκλήματος, και παρουσιάζονται κυριολεκτικά ή μεταφορικά ως πηγή ακαθαρσίας. Για το έθνος-κράτος (μια ιδιαίτερα προβληματική έννοια της νεωτερικότητας που υπονοεί ότι αντιστοιχεί ένα έθνος και μόνο σε ένα κράτος, παραπέμποντας στην έννοια της εθνικής ομοιογένειας), οι εθνοτικές μειονότητες (που πολλές φορές θεωρούνται ως να ανήκουν στο εχθρικό έθνος-κράτος παραδίπλα και κάποτε είναι συγκεντρωμένες σε παραμεθ-όριες περιοχές) συχνά θεωρούνται ως εσωτερικός κίνδυνος, δυνητικοί ή πραγματικοί κατάσκοποι και σαμποτέρ που υπονομεύουν την εθνική ασφάλεια. Η έννοια της βρομιάς συχνά συνοδεύει και αυτούς, όπως και τους μετανάστες, με μειωτικά επίθετα, ή χρησιμοποιούνται γι’ αυτούς μειωτικοί χαρακτηρισμοί δανεισμένοι από τον ζωικό κόσμο. Με αυτό τον τρόπο απ-ανθρωπίζονται καθώς μεταφέρονται συμβολικά εκτός ανθρώπινης κοινωνίας και των γενικών κανόνων ανθρωπιάς που την διέπουν. Ακόμα και οι κάτοικοι παραμεθόριων περιοχών που ανήκουν στον Εθνικό Εαυτό, αυτοί δηλαδή που ζουν στις «πύλες» των εθνικών ορίων, από τη μια παρουσιάζονται ως ηρωικοί «ακρίτες» που προστατεύουν τα όρια και που πρέπει πάση θυσία να ενδυναμωθούν και να υποστηριχθούν από το κράτος, ενώ από την άλλη θεωρούνται ως ύποπτοι για αθέμιτες ανταλλαγές (κατάσκοποι και λαθρέμποροι) με Άλλους εκτός των ορίων. Όσον αφορά μια άλλη ιδιαίτερα σημαντική κοινωνική κατηγοριοποίηση, το φύλο, που στη Δύση σταδιακά διαχωρίστηκε απόλυτα σε ανδρικό και γυναικείο (ενώ σε κάποιες άλλες κοινωνίες ή ιστορικές περιόδους μπορεί να υπήρχαν και άλλες κοινωνικά αποδεκτές κατηγορίες), αυτές ή αυτοί που δεν ανήκαν ξεκάθαρα στη μια ή στην άλλη κατηγορία και εξέφραζαν διαφορετικές σεξουαλικές επιλογές καθ-ορίστηκαν νομικά ως εγκληματίες και γενικότερα αντιμετωπίζονταν με έντονα συναισθήματα αποστροφής. Ταυτόχρονα όμως – και εδώ έγκειται μια άλλη όψη του παράδοξου των ορίων – τα όρια μπορούν να λειτουργήσουν και ως χώρος δημιουργικότητας και κοινωνικής κριτικής. Εφόσον το όριο είναι και αυτό που φέρνει σε επαφή διαφορετικούς κόσμους, μπορεί να αποτελέσει και τον κατεξοχήν χώρο όπου μπορούν να λάβουν χώρα πειραματισμοί στη σκέψη, πολιτική και τέχνη, συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορες κουλτούρες. Πολλοί σημαντικοί λογοτέχνες (π.χ. Salman Rushdie, Κωνσταντίνος Καβάφης) και διανοούμενοι (π.χ. Edward Said) είναι οι ίδιοι μετανάστες ή άτομα που ανήκαν σε μειονότητες, και έγραψαν θεωρητικά για την προνομιακή θέση που η μετανάστευση (ή μια οριακή θέση) μπορεί να προσφέρει στη θεώρηση του κόσμου. Το επιχείρημα τους είναι ότι ο μετανάστης αφού δεν ανήκει πλήρως ούτε στην κοινωνία από όπου προέρχεται, ούτε σε αυτήν που καταλήγει, έχει μια διπλή οπτική, συχνά αποστασιοποιημένη και κριτική, και για τις δυο κοινωνίες ή κόσμους. Όπως το έθεσε ο Rushdie, ο μετανάστης λογοτέχνης έχει περισσότερη ευχέρεια να «διαλέξει τους γονείς του», αφού μπορεί να επιλέξει τους πνευματικούς του γονείς (δηλαδή επιρροές) από λογοτέχνες και της κοινωνίας καταγωγής και της κοινωνίας υποδοχής του. Άλλοι θεωρητικοί όπως ο Ulrich Beck, κάπως υπεραισιόδοξα, υποστηρίζουν ότι σήμερα πολλές κοινωνίες βρίσκονται σε μια καίρια και ρηξικέλευθη μετάβαση από το πολιτικό μοντέλο του «ή» (επιλογής μιας και μόνο κοσμοθεωρίας, μιας πλευράς, μιας άποψης) σε αυτό του «και» (συνδυασμού και συνύπαρξης διαφορετικών κοσμοθεωριών, πλευρών και απόψεων). Σαν να ζούμε, δηλαδή, όλο και περισσότερο σε οριακούς χώρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου